Η πρωτόγνωρη ενεργειακή κρίση που βιώνουμε πυροδοτεί μία σειρά ανατιμήσεων σε προϊόντα και υπηρεσίες. Οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων καθιστούν την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων ένα ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα για τα οικονομικά επιτελεία όλων των χωρών. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση, καθώς η συνεχής αύξηση των διεθνών τιμών ενέργειας αλλάζει διαρκώς τα δεδομένα. Μιλάμε για έναν πρωτοφανή ενεργειακό πληθωρισμό.

Είναι αλήθεια ότι η Κυβέρνηση, έλαβε από νωρίς μέτρα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής ακρίβειας. Ήδη από το Σεπτέμβριο του 2021, εξαγγέλθηκαν και εφαρμόστηκαν μέτρα στήριξης των καταναλωτών με την κάλυψη σημαντικού μέρους των ανατιμήσεων στο ηλεκτρικό ρεύμα και στο φυσικό αέριο. Διατέθηκαν για το σκοπό αυτό, μέχρι τώρα, πάνω από 2 δισ. ευρώ, ενώ ήδη ανακοινώθηκε η παράταση των επιδοτήσεων στους λογαριασμούς ρεύματος και φυσικού αερίου. Όπως είπε στο τελευταίο Υπουργικό Συμβούλιο ο Πρωθυπουργός, το επόμενο δεκαήμερο θα ανακοινωθεί ένα πρόσθετο πρόγραμμα στήριξης, αξιοποιώντας τόσο εθνικούς όσο και ευρωπαϊκούς πόρους.

Η Κυβέρνηση προχώρησε επίσης σε στοχευμένα μέτρα, ιδιαίτερα για τα ευάλωτα νοικοκυριά, στη νέα γενναία μείωση του ΕΝΦΙΑ και την αύξηση του κατώτατου μισθού.

Στο ερώτημα αν τα μέτρα αυτά φτάνουν, θα απαντήσω χωρίς περιστροφές, ότι υπό τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται με τον πόλεμο στην Ουκρανία, χρειάζονται και άλλα μέτρα. Μέτρα εύστοχα που θα καλύψουν πραγματικές ανάγκες των νοικοκυριών.

Όπως τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, χρειάζεται μία κοινή ευρωπαϊκή απάντηση στις ενεργειακές ανατιμήσεις. Και έχει ξεκινήσει, ύστερα από την ελληνική πρόταση, η συζήτηση για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού Μηχανισμού Αλληλεγγύης για την ενεργειακή κρίση, προκειμένου η Ευρωπαϊκή Ένωση να προχωρήσει συλλογικά στη λήψη έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από τις μεγάλες ανατιμήσεις, τόσο σε νοικοκυριά όσο και σε επιχειρήσεις. Στην κατεύθυνση αυτή ήταν και η επιστολή που απέστειλε ο Πρωθυπουργός στην Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ζητώντας παρέμβαση στην αγορά προκειμένου να ομαλοποιηθεί η κατάσταση.

Ταυτόχρονα με τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, πρέπει να δούμε και το δικό μας ενεργειακό σχεδιασμό. Η κρίση αυτή, κατά τη γνώμη μου, θα επισπεύσει ορισμένες αλλαγές. Για παράδειγμα, η απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, θα οδηγήσει στην αύξηση της ποσότητας υγροποιημένου αερίου LNG που θα πρέπει να εισάγουμε και να αποθηκεύουμε. Ήδη κινούμαστε σε μία κατεύθυνση, η χώρα μας να γίνει διαμετακομιστικό κέντρο αερίου στη Νοτιοανατολική Ευρώπη με τη δημιουργία νέων τερματικών σταθμών LNG, όπως στην Αλεξανδρούπολη.

Η ενεργειακή κρίση άνοιξε, σε εντονότερο βαθμό, τη συζήτηση για την ενεργειακή αυτονομία της Ευρώπης. Η χώρα μας πρέπει να συνεχίσει αταλάντευτα στην στρατηγική επιλογή της σταδιακής μετάβασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Όχι μόνο γιατί είναι φιλικότερες προς το περιβάλλον αλλά γιατί είναι και φθηνότερες. Διότι, ο λιγνίτης, δε συμφέρει, ακόμη και με τις σημερινές τιμές πετρελαίου και αερίου, λόγω της επιβάρυνσης από τα δικαιώματα εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι μονόδρομος και αυτό είναι κάτι που αντιλαμβάνεται η πλειοψηφία των πολιτών.

Η αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, συνέπεια της οποίας είναι ο ενεργειακός πληθωρισμός, είναι αυτή τη στιγμή πρώτη προτεραιότητα σε όλη την Ευρώπη. Γιατί έχει άμεση επίπτωση στις τιμές των αγαθών, μειώνει την αξία του χρήματος και την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και επηρεάζει επακόλουθα την οικονομική ανάπτυξη.

Η Κυβέρνηση το αντιλαμβάνεται αυτό, έχει ήδη λάβει τα αναγκαία μέτρα και θα λάβει και άλλα. Επειδή όμως οι επιπτώσεις του προβλήματος τείνουν να λάβουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις, χρειάζεται μία συντονισμένη ευρωπαϊκή λύση, την οποία είμαι αισιόδοξος ότι η Ε.Ε. θα την δώσει, όπως έκανε πρόσφατα, με τα μέτρα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την πανδημία.

Είμαι πάντοτε δίπλα σας
Επικοινωνήστε

Μάθε να μοιράζεσαι